Κιάφα

Κιάφα
I
Ένα από τα τέσσερα ιστορικά χωριά του Σουλίου, μεταξύ Αβαρίκου και Σαμονίβας, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Μαζί με το Σούλι, το Αβαρίκο και τη Σαμονίβα αποτέλεσαν, με τη δημιουργία τους τον 15ο-16ο αι., το περίφημο Τετραχώρι, τον πυρήνα της αυτόνομης ομοσπονδίας των Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες είχαν χτίσει φρούριο στην Κ., η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι (Ν) από το Κούγκι. Μετά την πτώση του Σουλίου (1803), ο Αλή πασάς επισκεύασε το φρούριο και, φοβούμενος την επανεγκατάσταση των Σουλιωτών, εγκατέστησε εκεί μόνιμη φρουρά. Το 1822, το μέρος αποτέλεσε το ύστατο σημείο άμυνας των Σουλιωτών κατά τη δεύτερη και οριστική εκδίωξή τους. Οι Τούρκοι κράτησαν υπό την κατοχή τους το φρούριο της Κ. μέχρι το 1909, διατηρώντας μόνιμη φρουρά ενός λόχου. Το φρούριο, που δεσπόζει στη στενή διάβαση ανάμεσα στα βουνά του Σουλίου, σώζεται σχεδόν ακέραιο. Στα ΒΔ και σε μικρή απόσταση από αυτό βρίσκεται κωνικός απότομος λόφος (η λεγόμενη Ντάπια του Νότη Μπότσαρη) με πολλά ερείπια. Σήμερα σώζονται αρκετά λείψανα από τα σπίτια του χωριού. Η φάρα των Ζερβαίων ήταν η κυρίαρχη στην Κ. Η ύδρευση γινόταν με πηγάδια, μερικά από τα οποία σώζονται και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.
II
Κορυφή (2.398 μ.) του όρους Γράμμου, στη βόρεια Πίνδο. Μαζί με τις άλλες βουνοκορφές της Πίνδου εμφανίζουν μορφή οροπεδίου στο σύνολό τους. Το έδαφος της Κ. αποτελείται από όγκους περιδοτίτη και από αργιλοαμμώδη υλικά που, λόγω της μακρόχρονης διαβρωτικής επεξεργασίας, έχουν ομαλή επιφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σούλι — I Ιστορική περιοχή της Ηπείρου, στο νομό Θεσπρωτίας, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά είναι ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Περιλαμβάνει τα όρη Μούργκα (1340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριάς, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.685 τ. χλμ., 53.483 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Συνορεύει στα Β με τον νομό Φλωρίνης, στα ΝΑ με τον νομό Κοζάνης, στα Ν με τον νομό Γρεβενών, στα ΝΔ με τον νομό Ιωαννίνων και… …   Dictionary of Greek

  • ισκός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από τον Βάλτο της Αιτωλοακαρνανίας. 1. Ανδρέας (ή Καραΐσκος). Η οικογένειά του υπηρετούσε στα αρματολίκια της περιοχής και ο ίδιος υπηρέτησε στην Αυλή του Αλή πασά. Πήρε μέρος στις εκστρατείες του Ομέρ… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Αβαρίκο ή Αβαρίκος — Ένα από τα τέσσερα χωριά του Σουλίου. Βρισκόταν στο βουνό της Βογορίτσας. Τον 17o αι. κατέφυγαν στο Α., όπως και στα υπόλοιπα τρία χωριά (Κιάφα, Κακοσούλι και Σαμονέβα) ανυπότακτοι Έλληνες, που αντιμετώπισαν με επιτυχία τις επιθέσεις των Τούρκων …   Dictionary of Greek

  • Λιδωρίκης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Λιδορίκι της Φωκίδας. 1. Αθανάσιος (1788 – ;). Ήταν ανιψιός του Αναγνώστη (βλ. 2.). Στάλθηκε ως όμηρος στον Αλή πασά των Ιωαννίνων μαζί με τα εξαδέλφια του. Διακρίθηκε για τη φιλομάθειά του και την… …   Dictionary of Greek

  • Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… …   Dictionary of Greek

  • Μπότσαρης, Μάρκος — (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Αγωνιστής του 1821. Γιος του Κίτσου Μ., υπήρξε από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης. Παρακολούθησε από νεαρή ηλικία τον πατέρα του σε όλες τις ενέργειές του εναντίον του Αλή. Διέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”